- έρυγμα
- ἔρυγμα, τὸ (Α) [ερεύγομαι (I)]βλ. ερευγμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρυγμάτων — ἔρυγμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρύγμασι — ἔρυγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρύγματα — ἔρυγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρευγμα — ἔρευγμα και ἔρυγμα, τὸ (Α) [ερεύγομαι (I)] 1. ερευγμός*, ρέψιμο, ιδίως για φαγητό που επιφέρει εμετό 2. στον πληθ. τὰ ἐρεύγματα τα πολυτελή εδέσματα (Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
ερυγματώδης — ἐρυγματώδης, ες (Α) [έρυγμα] αυτός που προξενεί ερευγμό*. εμετό … Dictionary of Greek